Η ραδιενέργεια

Η ραδιενέργεια
— Από τις αρχές του αιώνα, κατόπιν των εργασιών του ζεύγους Κιουρί, του Ράδερφορντ κ.ά., ήταν γνωστό ότι τα ραδιενεργά στοιχεία εκπέμπουν τρεις τύπους ακτινοβολιών που υποδείχνονται με τα ελληνικά γράμματα α (ακτινοβολίες με θετικό ηλεκτρικό φορτίο), β (ακτινοβολίες με αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο) και γ (χωρίς ηλεκτρικό φορτίο). Μια πιο επιμελημένη μελέτη του φαινόμενου της ραδιενέργειας απόδειξε ότι ενώ τα σ. α (που ταυτίζονται με πυρήνες ηλίου), τα οποία εκπέμπονται από ένα στοιχείο χημικά και φυσικά προσδιορισμένο, έχουν όλα την ίδια ενέργεια, δε συμβαίνει το ίδιο για την εκπομπή σ. β (που ταυτίζονται με ηλεκτρόνια), τα οποία έχουν ενέργειες διαφορετικές μεταξύ τους. Επειδή η διαφορά ενέργειας μεταξύ των αρχικών ατόμων που παράγουν την εκπομπή β και των ατόμων που σχηματίζονται είναι σταθερή και δεν εξαρτιέται από την ενέργεια του εκπεμπόμενου ηλεκτρόνιου, παραδέχονταν - σύμφωνα με την αρχή της διατήρησης της ενέργειας - ότι μαζί με το ηλεκτρόνιο θα εκπέμπονταν και ένα άλλο σ. ικανό να φέρει μια ποσότητα ενέργειας τέτοια, ώστε το άθροισμα της ενέργειας του ηλεκτρονίου και αυτού του υποθετικού σ. να ήταν ίσο προς την ποσότητα ενέργειας που χάνεται από τον αρχικό πυρήνα (*Πάουλι). Στο σ. αυτό δόθηκε το όνομα νετρίνο* και για την ύπαρξή του υπήρξαν πολυάριθμες έμμεσες επιβεβαιώσεις πριν από το 1955 και άμεσες στη συνέχεια. Το γεγονός ότι το νετρόνιο παρουσιάζει μια ελαφρά υπεροχή μάζας σε σχέση προς το πρωτόνιο (μάζα που αντιστοιχεί σε μια ενέργεια περίπου 1 Me V) οδήγησε στην υπόθεση ότι αυτό θα ήταν ασταθές και θα μπορούσε να διασπαστεί σ’ ένα πρωτόνιο και σε μια ορισμένη ποσότητα ενέργειας. Η μεταγενέστερη μελέτη του νετρονίου, που κατέστη δυνατή με μεγάλες ποσότητες νετρονίων που παράγονται από πυρηνικούς αντιδραστήρες, επέτρεψε να παρατηρηθεί ότι το ελεύθερο νετρόνιο παρακμάζει σ’ ένα πρωτόνιο ένα ηλεκτρόνιο κι ένα νετρίνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — η η ακτινοβολία που εκπέμπουν το ράδιο και άλλα στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενεργός — ό, θηλ. και ή, Ν (φυσ. χημ.) 1. αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια 2. φρ. α) «ραδιενεργός οικογένεια» βλ. οικογένεια β) «ραδιενεργά ορυκτά» (ορυκτ.) ορυκτά με ραδιενεργές ιδιότητες, τα οποία συνιστούν δύο ομάδες, την ομάδα τού ουρανίου και την ομάδα …   Dictionary of Greek

  • στρωματογραφία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τα στρώματα των πετρωμάτων (ιζηματογενούς γενικά προέλευσης), τα οποία αποτελούν το γήινο φλοιό, και προσπαθεί να καθορίσει την ηλικία του σχηματισμού τους, να ερμηνεύσει τις διάφορες φάσεις και τη σειρά απόθεσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”